- ξεμπλοκάρω
- 1. ελευθερώνω, ανοίγω διέξοδο («η έγκαιρη επέμβαση τού τροχονόμου ξεμπλοκάρισε τελικά τον δρόμο»)2. αποδεσμεύω.[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)-* + μπλοκάρω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεμπλοκάρισμα — το [ξεμπλοκάρω] 1. ελευθέρωση, άνοιγμα διεξόδου («το ξεμπλοκάρισμα τής λεωφόρου») 2. αποδέσμευση … Dictionary of Greek